γελοιογραφώ

γελοιογραφώ
(-έω)
φιλοτεχνώ γελοιογραφίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γελοιογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γελοιογραφώ — γελοιογράφησα 1. σχεδιάζω γελοιογραφίες. 2. γελοιοποιώ πρόσωπα ή πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γελοιογράφηση — η και γελοιογράφημα, το η ιχνογράφηση προσώπου ή η παρουσίαση θέματος με τρόπο που προκαλεί το γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γελοιογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”